- καταφέρονται
- καταφέρωbring downpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γροθιά — η (Μ γροθέα και γρονθέα) [γρόθος] 1. κλειστό χέρι με σφιγμένα τα δάχτυλα 2. χτύπημα που καταφέρεται με αυτόν τον τρόπο νεοελλ. 1. σιδερένιο όπλο το οποίο έχει τρύπες όσες και τα δάχτυλα τού χεριού και προσαρμόζεται σε αυτό ώστε να καταφέρονται… … Dictionary of Greek
ζίου-ζίτσου — είδος ιαπωνικής πάλης, αμυντική μέθοδος κατά την οποία καταφέρονται πλήγματα στα ευπαθή κυρίως μέρη τού σώματος τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jiu jitsu < ιαπων. ju jutsu < ju «ευγένεια» + jutsu «τέχνη, ικανότητα, δεξιοτεχνία»] … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
Κιούχελμπεκερ, Βίλχελμ Κάρλοβιτς — (Wilhelm Karlovich Kuechelbecker, Αγία Πετρούπολη 1791 – Τομπλόσκ 1846). Ρώσος λογοτέχνης, γερμανικής καταγωγής. Ήταν γόνος οικογένειας ευγενών. Το 1817 αποφοίτησε από το λύκειο στο Τσάρσκοε Σελό, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τους… … Dictionary of Greek